Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

+Η έννοια του χρόνου και ο άνθρωπος. Εισήλθαμε ήδη με τη χάρη του Τριαδικού Θεού στο νέο έτος. Μαζί με τις ελπίδες και τις προσδοκίες μας για τη νέα χρονιά, γεμίζει αυτές τις ημέρες την ψυχή μας εύλογος προβληματισμός για την έννοια της ροής του χρόνου.Κι αυτό διότι ο χρόνος μαζί με το «δίδυμο αδελφό του τον χώρο», κατά τον αείμνηστο Ιουστίνο Πόποβιτς, αποτελούν τους δύο βαρείς ζυγούς του ανθρώπου σε όλη την επί γης ζωή του, οι οποίοι του περιορίζουν τον διακαή του πόθο για την απολυτότητα.
       Η έννοια του χρόνου είναι μια παμπάλαια μυστηριώδης υπόθεση για τον άνθρωπο. Κανένα άλλο όν δεν έχει την αίσθηση της ροής του χρόνου, πολλώ δε μάλλον δεν έχει την αίσθηση τα της μέτρησής του, εκτός από τον άνθρωπο, ο οποίος μόνος αυτός προικίσθηκε από τον Θεό Δημιουργό με λογική, χάρις στην οποία υπερβαίνει την ενστικτώδη κατάσταση, κοινή σε όλα τα έμβια πλάσματα, και ανάγεται έτσι στη σφαίρα του φιλοσοφικού στοχασμού.
     …Ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο μέρος της θείας δημιουργίας. Όπως εκείνη, έτσι και αυτός υπόκειται στην κοσμική ροή, την οποία ο ίδιος ονόμασε χρόνο. …
     Οι Εβραίοι, έχοντας ως οδηγό την Παλαιά Διαθήκη, πίστευαν πως ο Θεός είναι ο δημιουργός των πάντων, ακόμα και του χρόνου. Αυτός οδηγεί τον κόσμο μέσω της χρονικότητας προς το σκοπό για τον οποίο τον έπλασε. Ο χρόνος είναι ενταγμένος και αυτός σε αυτή τη σκοπιμότητα. Τίποτε δεν υπάρχει έξω από τη θεία πρόνοια και θέληση. Χρόνος είναι η πορεία του κόσμου στην τελείωσή του.
     Στο Χριστιανισμό ο χρόνος πήρε μια εντελώς διαφορετική θεώρηση. Ενέχει βαθύτατες θεολογικές, ανθρωπολογικές και ηθικές διαστάσεις. Ο χρόνος έχει αρχή και θα έχει και τέλος. Αυτό εκφράζεται ξεκάθαρα από την πρώτη και την τελευταία φράση της Αγίας Γραφής. «Εν αρχή εποίησεν ο Θεός τον ουρανόν και την γην» (Γεν. 1, 1) και «ναι έρχομαι ταχύ» (Αποκ. 22, 20). Ο πρώτος στίχος εκφράζει τη γένεση του χρόνου, ταυτόχρονα με το χώρο και ο δεύτερος δηλώνει το τέλος του, μαζί με το τέλος της σημερινής μορφής του κόσμου. Αυτή είναι μια από τις θεμελιώδεις αρχές της χριστιανικής διδασκαλίας, η οποία αντιτίθεται σθεναρά στις διάφορες αντιεπιστημονικές πανθεϊστικές πίστεις, οι οποίες δέχονται το αυθύπαρκτο και την αιωνιότητα του κόσμου.
     Ο λόγος του Θεού τονίζει κατηγορηματικά πως μετά τον τελικό θρίαμβο του Χριστού και τη δεύτερη και ένδοξη παρουσία Του η νοητή ουράνια Ιερουσαλήμ «ου χρείαν (θα) έχει του ηλίου ουδέ της σελήνης ίνα φαίνωσιν αυτή, η γάρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον... οι πυλώνες αυτής ου μη κλεισθώσιν ημέρας, νυξ γάρ ουκ έσται εκεί». (Αποκ. 21, 23- 25). Είναι φανερό πως εφ’ όσον υπάρξει η αναδημιουργία της υλικής κτίσεως και η αφθαρτοποίησή της, θα πάψει να υπάρχει και μεταβολή και άρα θα πάψει να υπάρχει και ο χρονικός συσχετισμός.
     Υπάρχει και μια άλλη σημαντική παράμετρος της θεωρήσεως του χρόνου. Αυτός είναι πλέον καθαγιασμένος αφότου ο Θεός Λόγος αποφάσισε να εισέλθει σε αυτόν, να γίνει άνθρωπος και να υποστεί τους χωροχρονικούς περιορισμούς των δημιουργημάτων Του (Ιωάν. 1, 14). Μετά την Ενανθρώπηση του Θεού ο χρόνος και ο χώρος, τα δύο αυτά βασικά ιδιώματα της υλικής κτίσεως, έλαβαν διαφορετικό ρόλο μέσα στην τελεολογική προοπτική.
     Πριν από τη σάρκωση του Θεού ο χωροχρόνος υπηρετούσε το κακό, το οποίο είχε εισέλθει ως μια αφύσικη κατάσταση στη δημιουργία του Θεού. Το πέρασμα των αιώνων της προχριστιανικής εποχής ήταν στην ουσία η διαιώνιση του κακού στον κόσμο. Μετά τον ερχομό του Χριστού στον κόσμο η έννοια του χρόνου εντάχθηκε στο έργο της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους. Τώρα ο χρόνος υπηρετεί το θείο έργο της σωτηρίας του κόσμου. Υπηρετεί τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο χρόνος δεν είναι απλά μία μηχανιστική πορεία προς το τέλος του κόσμου, αλλά η κάθε χρονική στιγμή είναι πολύτιμη για τη σωτήρια ουρανοδρόμο πορεία του ανθρώπου προς το Θεό. Είναι ένας αδιάκοπος «καιρός ευπρόσδεκτος» και συνεχής «ημέρα σωτηρίας» κατά τον απόστολο Παύλο (β΄ Κορ. 10, 11).
     Ο χρόνος της επίγειας ζωής μας πρέπει να είναι αξιοποιήσιμος στο έπακρο. Κάθε στιγμή χαμένη μπορεί να αποβεί μοιραία για τη μελλοντική μας θέση στην αιωνιότητα. Ο μέγας Απόστολος των εθνών σε άλλο λόγιό του μάς προτρέπει: «νυν γάρ εγγύτερον η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν, η νύξ προέκοψεν η δε ημέρα ήγγικεν» (Ρωμ. 13, 11).
     Ο αιώνιος Θεός θα έλθει ξαφνικά «ως κλέπτης εν νυκτί» (Ματθ. 24, 43, Α΄ Θεσ. 5, 2, Αποκ. 3, 3) και αλίμονο σε όποιον βρεθεί να καθεύδει. Έξω από αυτή τη θεώρηση η έννοια του χρόνου είναι χωρίς νόημα, ανώφελη για τον άνθρωπο και ίσως αρκετά ανιαρή. Ο επίγειος βίος μας, ως προετοιμασία για την ατέρμονη αιωνιότητα δίνει πραγματικό νόημα στη ζωή μας, ορμή και δύναμη να υπερβούμε όλα τα εμπόδια και να πραγματοποιήσουμε τον υψηλό σκοπό μας.Από το περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία Τεύχος 156, Ιανουάριος 2005 Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού http://www.enoriaka.gr/index.php?option=content&task=view&id=1684&Itemid=2


Δεν υπάρχουν σχόλια: